- περισσοῦ
- περισσόςbeyond the regular numbermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
παρελκόντως — ΜΑ επιρρ. εκ περισσού, κατά πλεονασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέλκων, οντος, μτχ. τού ρ. παρέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
παρεμπορεύομαι — Α 1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού 2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.) … Dictionary of Greek
περίσσεια — η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω] περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ασθένεια περίσσειας» (φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη … Dictionary of Greek
περίττου — Ν [περιττός] επίρρ. ως εκ περισσού, επί πλέον … Dictionary of Greek
περιγεγονότως — ΜΑ επίρρ. 1. επιτυχώς, με θρίαμβο 2. εκ περισσού, κατά πλεονασμό, περιττώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. περιγεγονώς, ότος τού περιγίγνομαι] … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
περιπλέον — Ν 1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού 2. ως ουσ. το περιπλέον καθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον τού περίπλεος] … Dictionary of Greek
υπερμάλλον — Α επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ περισσοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μᾶλλον «περισσότερο»] … Dictionary of Greek